-
1 ὑπόθεσις
A proposal, proposed action,τὴν ἐν φίλοις δικαιοτάτην ὑ. ἔχω ὑποτιθέναι X.Cyr.5.5.13
;ἵνα σὺ τὰ σαυτοῦ κατὰ τὴν ὑ. ὅπως ἂν βούλῃ περαίνῃς Pl.Grg. 454c
; intention, policy,πολλὰ πρᾶξαι πρὸς τὴν ὑ. τῆς πατρίδος ὡς συχνῆς ἀδικίας δεομένην Thphr.Fr. 136
;διὰ τὴν ὑ. τῆς πολιτείας.. ἠναγκάζετο χρῆσθαι τοῖς ὑπουργοῦσι Plu.Caes.51
; πρὸς ὑ. τινα ἀγαθῶν ἀνδρῶν men good for a particular policy, Arist.Pol. 1293b4; ὑ. τῆς δημοκρατικῆς πολιτείας ἐλευθερία ib. 1317a40; ἡμῖν ἡ τῶν νόμων ὑ. ἐνταῦθα ἔβλεπεν, ὅπως .. Pl.Lg. 743c;περὶ τῶν αὐτῶν οὐχ ὁμοίως ἅπασι βουλευτέον, ἀλλ' ὡς ἂν ἐξ ἀρχῆς ἕκαστοι τοῦ βίου ποιήσωνται τὴν ὑ. Isoc.6.90
;τοῖς φαύλοις ἐνδέχεται τὰ τυχόντα πράττειν· εὐθὺς γὰρ τοῦ βίου τοιαύτην πεποίηνται τὴν ὑ. Id.1.48
;ἀνάγκη τοῖς περὶ ὅλων τῶν πραγμάτων καλὰς τὰς ὑ. πεποιημένοις καὶ τὰ μέρη τὸν αὐτὸν τρόπον ἔχειν ἐκείνοις Id.7.28
;πρὸς ταύτην τὴν ὑ. ἀποβλέποντες ἄμεινον βουλευσόμεθα καὶ περὶ τῶν ἄλλων Id.8.18
;ἐξέστητε τῆς ὑ. ἐφ' ἧς ὑμᾶς οἱ πρόγονοι κατέλιπον D.10.46
; οἱ τῆς αὐτῆς ὑ. προεστῶτες those who advocated the same policy, Plb.30.32.12;ἅπαντας ἀπονεύσειν ἐπ' ἐκείνην τὴν ὑ. Id.24.9.7
; Ἀχαϊκωτέραν εἶναι.. ταύτην τὴν ὑ. καὶ νικητικωτέραν ἐν τοῖς πολλοῖς ib.4;τὸ τῆς ἰδίας ὑ. λαμπρόν Id.21.23.1
;τὸ τῶν σαρισῶν μέγεθός ἐστι κατὰ μὲν τὴν ἐξ ἀρχῆς ὑ. ἑκκαίδεκα πηχῶν, κατὰ δὲ τὴν ἁρμογὴν τὴν πρὸς τὴν ἀλήθειαν δεκατεττάρων Id.18.29.2
;τηροῦντες τὴν αὑτῶν ὑ. Id.5.5.5
;πρὸς ταύτην ἁρμοζόμενοι τὴν ὑ. Id.3.16.1
, cf. 3.50.7; κατασκέψασθαι τὴν τῶν ὑπεναντίων ἐπίνοιαν καὶ τὴν ὅλην ὑ. ib.6;Φάβιος.. κατὰ τὴν ἐξ ἀρχῆς ὑ. οὐδαμῶς κρίνων ἐκκυβεύειν οὐδὲ παραβάλλεσθαι τοῖς ὅλοις Id.3.94.4
.2 suggestion, advice,ἐδώκαμεν ἄν σοι ὑποθέσεις δι' ὧν οἱ ἀντίδικοι ἂν οἴμωζον PMich.Zen.57.7
(iii B. C.);διελέγοντο.. κατὰ τὰς ἐντολὰς τὰς Ἀράτου καὶ τὰς ὑ. Plb. 2.48.8
, cf. 2.52.6, 4.24.2;κροτηθείσης τῆς ὑ. Id.28.16.5
; πολυτέχνους ὑ. ἔργων elaborate proposals for works, Plu.Per.12.3 purpose, ;λόγῳ μὲν ἀποδώσων.., ἑτέραν δὲ τῆς ἀποδημίας ἔχων ὑ. λανθάνουσαν τοὺς πολλούς Id.Mar.31
;ἐξ αὐτῆς τῆς αἰτίας τῆς τε ὑ. τοῦ πολέμου ἀξιολογώτατος ἀγὼν συνηνέχθη D.C.41.56
;ὑ. τοῦ πολέμου καὶ πρόφασιν διδόντων ἐλευθεροῦν τοὺς Ἕλληνας Plu.Flam.15
;τὸ χωρὶς ὑποθέσεως πολεμεῖν.. τί ἄλλο ἢ μανία; D.Chr.38.17
; [οἱ ἐλέφαντες] ἴσασι τῆς ὁδοῦ τῆς ἐπ' αὐτοὺς τὴν ὑ... εἶναι.. τοὺς ὀδόντας Ael.NA6.56
.4 occasion, excuse, pretext,οὕτω γὰρ ἂν αὐτοῖς ἡ ἀπολογία προαναιροῖτο καὶ ἡ πρώτη ὑ. τῆς ἐθελοδουλείας Luc.Merc.Cond.5
; τοιαύτης αὐτοῖς τῆς ὑ. οὔσης ib.10;ἀεὶ χρὴ ἐπί τινι λυπεῖσθαι καὶ μὴ ἄνευ ὑ. Artem.
2.60;ὑ. ἀργυρισμοῦ καὶ φόνων εἰληφέναι ἐδόκει D.C.63.26
;μή με νομίσῃς ἀπὸ τῆς παρούσης ὑ. ἀπαρτᾶν τὸν λόγον Id.52.18
.5 actor's role,τοὺς ὑποκριτὰς.. οὓς ὁρῶμεν οὔτε κλαίοντας ἐν τοῖς θεάτροις, ὡς αὐτοὶ θέλουσιν, ἀλλ' ὡς ὁ ἀγὼν ἀπαιτεῖ πρὸς τὴν ὑ. Plu.Dem.22
;ὶδεῖν τί μου ποιεῖ ὁ ἀθλητής, πῶς μελετᾷ τὴν ὑ. Arr.Epict.1.29.38
, cf. 41;τὴν τοῦ πατρὸς καὶ τῆς μητρὸς ὑ. λαβεῖν Iamb.VP8.39
.6 function, occupation, station in life, [Διονύσιος] ἐκ σημοτικῆς καὶ ταπεινῆς ὑ. ὁρμηθείς Plb.15.35.2
; [Ἀγαθοκλῆς] ὁρμηθεὶς ἀπὸ τοιαύτης ὑ. Id.12.15.7
;τὸ μὴ εἶναι ἄλλην βίου ὑ. εἰς τὸ φιλοσοφεῖν οὕτως ἐπιτήδειον ὡς ταύτην ἐν ᾗ νῦν ὢν τυγχάνεις M.Ant.11.7
, cf. 8.1, Paul. Aeg.3.17.7 practical problem,κοινὴ ἡ ὑ. καὶ τῷ καθ' ἡμᾶς βίῳ πάνυ πολλή, βαλανείου κατασκευή Luc.Hipp.4
;ἡ μὲν οὖν ὑ. τοιαύτη HeroAut.21.2
.II subject proposed ( to oneself or another) for discussion,κελεῦσαι τὴν πρώτην ὑ. τοῦ πρώτου λόγου ἀναγνῶναι Pl. Prm. 127d
;ἐπὶ τὴν ὑ. ἐπανάγειν τὸν λόγον X.Mem.4.6.13
;ἐπὶ τὴν ὑ. πάλιν ἐπανελθεῖν Isoc.4.63
, cf. Gal.6.124;τὴν ὑ. περὶ ἧς βουλεύεσθε οὐχὶ τὴν οὖσαν παριστάντες D.3.1
;τοὺς δικαστὰς ἀπαγαγὼν ἀπὸ τῆς ὑ. Id.19.242
;ἐπὶ τῆς ὑ. μεῖναι Aeschin.3.76
;ἔξω τῆς ὑ. λέγειν Isoc.7.63
, cf. 12.161;μὴ πόρρω λίαν τῆς ὑ. ἀποπλανηθῶ Id.7.77
, cf. 12.88, Aeschin. 3.176,190;ὅτ' ἔγραφον περὶ τὴν αὐτὴν ὑ. Isoc.5.83
;περὶ [τῆς πόλεως] τὴν ὑ. ποιησάμενος Id.12.35
;τοῦ πράγματος ἐν κεφαλαίῳ.. δήλωσις, ἵνα γινώσκωσι περὶ ὧν ὁ λόγος παρακολουθῶσί τε τῇ ὑ. Arist.Rh.Al. 1436a36
, cf. Pl.Def. 415b;ἡ ὑ. ἐλάττων Arist.Rh. 1404b15
; πρὸς ὑπόθεσιν λέγειν, opp. πρὸς ἀμφισβητοῦντα, ib. 1391b13;πολλὰ πρὸς τὴν ὑ. οἰκείως διαλεχθείς D.S.13.53
; haec erat ὑ., de gravitate ordinis, etc., Cic.Att.1.14.4.2 case at law, lawsuit,γράφει ὁ Μαιίστας εἰς τὴν ὑ. ταύτην IG11(4).1299.29
(Delos, iii B. C.), cf. OGI665.18,669.41 (both Egypt, i A. D.), POxy. 237 vii 34, viii 22 (ii A. D.), 486.26 (ii A. D.);τὰ περὶ ταύτης τῆς ὑ. πεπραγμένα PLips.34.18
(iv A. D.).3 subject of a poem or treatise, Zeno Stoic.1.23, Plb.1.2.1, D.H.Pomp.3, Longin. 38.2, Plu.Pomp.42, Luc.Charid.14, Pseudol.5, al.; of a picture, Id.Zeux.5,7; of an impromptu declamation,ἐπειδὰν οἱ παρόντες ὑποβάλωσί τινας ὑ. καὶ ἀφορμὰς λόγου Id.Rh.Pr.18
; plot, story,μῦθοι καὶ ὑποθέσεις Phld.Po.2.62
, cf. 5.5, al., Arg.Men.Oxy.1235.113 (ii A. D.), Dicaearch. ap. S.E.M.3.3, Artem.4.59, Sch.S.Aj.Prooem., Arg.Ar. Ach. tit., etc.4 speech,αἱ δικανικαὶ καὶ δημηγορικαὶ ὑ. Theon Prog.1
; = ἐπίδειξις 1.3, ἀρξαμένων (v.l. -ῳ)τῆς ὑ. LXX 4 Ma.1.12
; ἀνδρὸς ἀρετὰς ὅλην πληρούσας ὑ. providing matter for a whole speech, Chor.p.34B.b speech or subject of a speech in which the person, occasion, etc. are particularized, opp. θέσις v. 2, Aphth.Prog. 13, cf. Quint.Inst.3.5.7.5 a kind of play or pantomime,μῖμοί τινές εἰσιν ὧν τοὺς μὲν ὑποθέσεις τοὺς δὲ παίγνια καλοῦσιν Plu.2.712e
; μιμολωγοι η υποθησις εικυρα (i. e. μιμολόγοι· ἡ ὑπόθεσις Ἑκυρά), i. e. 'theatrical performance: play, the Hecyra', Ath.Mitt.26.4 (inscr. on lamp, iii B. C.); κλάειν ἤρξαντο πάντες καὶ μετέβαλε τὸ συμπόσιον εἰς σκυθρωπὴν ὑ. into a tragedy, Charito 4.3; so perh. in Luc.Nigr.8; of Aesop's fables,χρῆται [τῇ ἀλώπεκι] ὁ Αἴσωπος διακόνῳ τῶν πλείστων ὑ. Philostr.Im.1.3
.III supposition,ἢ βούλεσθε.. ἀπ' ἐμαυτοῦ ἄρξωμαι καὶ τῆς ἐμαυτοῦ ὑ., περὶ τοῦ ἑνὸς αὐτοῦ ὑποθέμενος, εἴτε ἕν ἐστιν εἴτε μὴ ἕν, τί χρὴ συμβαίνειν; Pl.Prm. 137b
; αὕτη ἡ ὑ., εἰ ἓν μὴ ἔστιν ib. 160b; χρὴ.. μὴ μόνον εἰ ἔστιν ἕκαστον ὑποτιθέμενον σκοπεῖν τὰ συμβαίνοντα ἐκ τῆς ὑ., ἀλλὰ καὶ εἰ μὴ ἔστι τὸ αὐτὸ τοῦτο ὑποτίθεσθαι ib. 135e, cf. 136a; [σκοπεῖν] τί ἐφ' ἑκατέρας τῆς ὑ. συμβήσεται ib. 136b;εἰ ὀρθὴ ἡ ὑ. ἦν, τὸ ψυχὴν ἁρμονίαν εἶναι Id.Phd. 94b
, cf. 92d, Sph. 244c;πρὸς μὲν τὴν ὑ. ὀρθῶς λέγουσιν, ὅλως δ' οὐκ ὀρθῶς Arist. Metaph. 1082b32
; ἐξ ὑποθέσεως σκοπεῖσθαι examine by starting from an assumption, of reasoning by analysis in geometry, Pl.Men. 86e; τῶν τὴν τέχνην ζητεύντων ἐξ ὑποθέσιος λόγων arguments seeking to derive the (medical) art from an assumption, Hp.VM13; ὑ. αὐτοὶ αὑτοῖς ὑποθέμενοι τῷ λόγῳ ib.1; ἄγοντες ἐπὶ ὑπόθεσιν τὴν τέχνην ib. 15;χρῆσιν ἀρετῆς τελείαν, καὶ ταύτην οὐκ ἐξ ὑ. ἀλλ' ἁπλῶς· λέγω δ' ἐξ ὑ. τἀναγκαῖα, οἷον.. τιμωρίαι καὶ κολάσεις.. τὸ καλῶς ἀναγκαίως ἔχουσι Arist.Pol. 1332810
; ἡ πολιτεία ἡ ἐξ ὑ. ( = ἡ δοθεῖσα ) the constitution based on a presupposition, ib. 1288b28; of currency, ἓν δή τι δεῖ εἶναι, τοῦτο δ' ἐξ ὑ.· διὸ νόμισμα καλεῖται according to a presupposed convention, Id.EN 1133b21 (cf. a29-31, APr. 41a40); of reductio ad impossibile,ἢ δεικτικῶς ἢ ἐξ ὑ. τοῦ δ' ἐξ ὑ. μέρος τὸ διὰ τοῦ ἀδυνάτου Id.APr. 40b25
-6, cf. 41a25;δυνατοῦ δεξάμενον ὑπόθεσιν ἐπ' ἀδύνατον ἀπαχθῆναι Arr.Epict.1.7.25
, cf. Procl. in Euc.pp.76,252 F.; καθ' ὑπόθεσιν by way of supposition, 'let us suppose', Phld.Rh. 1.95 S., Sign.12, Cleom.1.7.IV = τὸ ὑποκείμενον (cf.ὑπόκειμαι 11.8
), the presupposition of an action, that which has been settled before it begins,περὶ τοῦ τέλους οὐθεὶς βουλεύεται, ἀλλὰ τοῦτ' ἐστὶν ἀρχὴ καὶ ὑ. Arist.EE 1227a8
, cf. b30;τῶν πράξεων τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ὑ. ἀληθεῖς καὶ δικαίας εἶναι προσήκει D.2.10
; of a thing, that without which it cannot exist or be what it is, its essence, αὕτη (sc. τὸ στέλεχος)οἷον ὑ. καὶ φύσις δένδρων Thphr.HP4.13.4
(cf. οὐσία καὶ φύσις τοῦ δένδρου ibid.);ἐπὶ τοῖς χυμοῖς μόνοις σηπομένοις ἔχοντος τὴν ὑ. ὅλου τοῦ νοσήματος, ὅπερ ἐστὶ πυρετώδους ὄντος Gal.18(2).299
.2 in the syllogism, the preliminary statements of fact (whether proved or not) from which inference starts, i. e. the premisses ([etym.] προτάσεις) , τῶν ἀποδείξεων αἱ ὑ., equivalent to ἀρχαί, Arist.Metaph. 1013a16;αἱ ἀρχαὶ καὶ αἱ λεγόμεναι ὑ. Id.APo. 81b15
; ὅσα δέδεικται δι' ἐκείνων ὑποθέσεις ποιησάμενοι taking as premisses (here) what has been proved in those other works, Gal.6.7, cf. 25,224; ἴστω.. τῆς ὑγιεινῆς πραγματείας ἀνατρέπων τὴν ὑ. ib.17;ὑπόθεσιν, αἴτησιν οὖσαν πράγματος εἰς κατασκευήν τινος S.E.M.3.4
;λαμβάνειν ἀναποδείκτους ὑ. Plu.2.720f
, cf. 721d;ἀναγκαῖον ἢ τὰς ὑ. εἶναι τὰς πρώτας ψευδεῖς, ἢ τὰς ὑπὲρ τῶν συμβαινόντων ἀποφάς εις Plb.1.15.9
, cf. 11.b assumption of existence of any one of the fundamental objects of a particular science,ὁ ὁρισμὸς θέσις μέν ἐστι.. ὑ. δ' οὐκ ἔστι· τὸ γὰρ τί ἐστι μονὰς καὶ τὸ εἶναι μονάδα οὐ ταὐτόν Arist.APo. 72a23
;ἐν ταῖς πράξεσι τὸ οὗ ἕνεκα ἀρχή, ὥσπερ ἐν τοῖς μαθηματικοῖς αἱ ὑ. Id.EN 1151a17
.3 starting-point,ἐκ ταύτης τῆς ὑ. λαβεῖν τὸν λόγον τὴν εἰς ἑκάτερον μέρος ὁρμήν Iamb.VP27.130
; beginning, τὰς μὲν ἐλπίδας οὐ τελειοῖ (sc. ὁ ὄνειρος) , τὰς δὲ ὑ. τῶν πραγμάτων ταῖς περιοχαῖς ὁμοίας ποιεῖ (referring to a birth of twins which died), Artem.4.47.4 raw material,τὴν δοθεῖσαν ὑ. εὐφυᾶ πρὸς ὑποδοχὴν γυμναστικῆς.. ἀμείνω ἀποφαίνειν Luc.Hist. Conscr.35
;οἵαν ὕλην καὶ ὑ. φεύγεις·.. μένε οὖν μέχρι ἐξοικειώσῃς σαυτῷ καὶ ταῦτα M.Ant.10.31
.V mortgage, Thphr.Fr.97.1 (pl.).2 thing placed under, base, τὰς ὑ. (signf. 111)ποιούμενος οὐκ ἀρχὰς ἀλλὰ τῷ ὄντι ὑ., οἷον ἐπιβάσεις τε καὶ ὁρμάς Pl.R. 511b
, cf. Arr.Epict.1.7.22; in D.2.10 (v. supr. IV. 1) the ἀρχαί and ὑποθέσεις (i. e. basic principles) of actions are compared to the foundations ([etym.] τὰ κάτωθεν) of a house or a ship;Τριπτόλεμος.. τὰς πρώτας ὑ. βαλόμενος τῇ πόλει Lib.Or.11.52
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόθεσις
-
2 ἐπιμένω
ἐπιμένω impf. ἐπέμενον; fut. ἐπιμενῶ; 1 aor. ἐπέμεινα (s. μένω; Hom.+)① to remain at or in the same place for a period of time, stay, remain. Lit. ἐν Ἐφέσῳ 1 Cor 16:8 (cp. PLond III, 897, 12 p. 207 [84 A.D.] ἐν Ἀλεξανδρείᾳ ἐπιμένειν; PFay 296). αὐτοῦ there Ac 21:4; cp. 15:34 v.l. W. the time more definitely given (Jos., Bell. 2, 545 ἔνθα δύο ἡμέρας ἐ., Vi. 47) 21:4; ἐ. ἡμέρας τινάς stay there for several days 10:48. ἡμέρας πλείους (Jos., Ant. 16, 15) 21:10. ἡμέρας τρεῖς 28:12. ἡμέρας ἑπτά vs. 14. ἡμέρας δεκαπέντε Gal 1:18. ἐ. χρόνον τινά for some time 1 Cor 16:7. πρός τινα with someone ibid.; Gal 1:18. παρά τινι Ac 28:14. ἐπί τινι (X., An. 7, 2, 1) ibid. v.l. W. dat. (PRyl 153, 3 [II A.D.]; 239, 9) ἄσκυλτον ἐ. τῇ πυρᾷ remain unmoved on the pyre MPol 13:3. ἐν τῇ σαρκί remain in the body Phil 1:24.② to continue in an activity or state, continue, persist (in), persevere w. dat., transf. sense of 1 (X., Oec. 14, 7 τῷ μὴ ἀδικεῖν, Hell. 3, 4, 6; Aelian, VH 10, 15; SIG 1243, 26 ἐ. τῇ αὐθαδίᾳ; POxy 237 VI, 18 τῇ αὐτῇ ἀπονοίᾳ; PTebt 424, 4; Jos., Vi. 143; TestLevi 4:1 τ. ἀδικίαις; cp. Just., A II, 68, 2 τῇ ἀδικίᾳ; JosAs 23:12 τῇ βουλῇ) τῇ ἁμαρτίᾳ in sin Ro 6:1. τῇ πίστει Col 1:23. τῇ ἀπιστίᾳ Ro 11:23. ταῖς ἡδοναῖς Hs 8, 8, 5; 8, 9, 4. ταῖς πράξεσι Hs 9, 20, 4; τῇ ἐπιθυμίᾳ 9, 26, 2. αὐτοῖς (w. ref. to ταῦτα, τούτοις 1 Ti 4:15; cp. Jos., Ant. 8, 190) 1 Ti 4:16. ἐ. τῇ χρηστότητι continue in the sphere of (God’s) goodness Ro 11:22. τῇ πορνείᾳ Hm 4, 1, 5; cp. 6. ἐν τῇ ἀληθείᾳ Hv 3, 6, 2. W. ptc. foll. keep on, persist (stubbornly) in doing someth. (Pla., Meno 93d; Menand., Her. 35 J. and Kö. ἐπιμένει τὸ χρέος ἀπεργαζόμενος; Cornutus 17 p. 31, 11; POxy 237 VI, 18 [186 A.D.] ἐπιμένει ἐνυβρίζων μοι; 128, 7 ἐ. λέγων) ἐ. κρούων Ac 12:16. ἐπέμενον ἐρωτῶντες αὐτόν they persisted in questioning him J 8:7; cp. 2 Cl 10:5. ἐ. ἕως τέλους λειτουργοῦντες Hs 9, 27, 3. But ἐπιμένοντος πάλιν αὐτοῦ καὶ λέγοντος when he insisted again and said MPol 10:1. Without ptc. in the same mng. 8:2. Likew. abs. persist Hs 6, 5, 7. ἐπιμενόντων τῶν ζητούντων αὐτόν when those who were looking for him did not give up (the search) MPol 6:1.—M-M. -
3 επιμιγνυμι
1) примешивать(βλάβῃ μεγάλῃ ἡδονήν τινα Plat.)
ἐπιμῖξαί τισι χεῖρας Pind. — вступать с кем-л. в схватку2) делать участником, приобщать3) смешиваться, вступать в связь, вступать в общение, общаться(ἀλλήλοις и med. παρ΄ ἀλλήλους Thuc.; πρός τινας Xen.; ἀλλήλοις ἐπιμεμιγμένων τῶν γενῶν Plut.)
4) иметь сношения(γυνέ ἐπιμεμιγμένη ἀνδρί Dem.)
5) вмешиваться, принимать участие(ταῖς πράξεσι Plut.)
-
4 ιδιωτευω
1) (тж. ἰ. τὸν βίον Arst.) жить частным человеком, не участвовать в общественных делах(ἰ., ἀλλὰ μέ δημοσιεύειν Plat.; μέ μόνον ἄρχοντες, ἀλλὰ καὴ ἰδιωτεύοντες Arst.; ἀργῶν ταῖς πράξεσι καὴ ἰδιωτεύων Plut.)
μέ ἰδιωτεύων, ἀλλ΄ ἀγωνιζόμενος διάγειν τὸν βίον Plat. — жить не частным гражданином, а вести жизнь полную борьбы2) быть бесславным, не иметь значенияτέν πατρίδα, πρόσθεν ἰδιωτεύουσαν ἐν τῇ Ἀσίᾳ, νῦν προτετιμημένην καταλείπω Xen. ( слова — умирающего Кира Старшего) родину, которая прежде в Азии была лишена всякого значения, я оставляю окруженной почетом
3) заниматься частным деломἰδιωτεύων ἰατρός Plat. — врач, занимающийся частной практикой
4) быть чуждым (чему-л.), не иметь опыта (в чём-л) -
5 περικόπτω
Aκέκοφα Lys. 14.42
:—cut all round, mutilate,τοὺς Ἑρμᾶς περιέκοπτεν D.21.147
, cf. And.1.34, Lys.6.51 ;οἱ Ἑρμαῖ περιεκόπησαν τὰ πρόσωπα Th.6.27
;π. τὰ ἀκρωτήρια τῆς Νίκης D.24.121
; τὰ παράσημα [ τῆς νεώς] Plu. Them.15 ; π. τὰ βιβλία cut them round the edges, Luc.Ind.16; trim off, τὰς ἀκάνθας τὰς κύκλῳ (of fish) Alex.133.3 ; prune,δένδρεα Tab.Heracl.1.173
:—[voice] Pass., to be pruned or cut away, Thphr.HP4.16.1,5 ; of fish, to be trimmed, Arist.Mir. 835219 ; of a statue, to be rough-hewn, Plu.2.74d.2 lay waste (from the practice of cutting down the fruit-trees),τὰ ἐν Ἑλλησπόντῳ D.8.9
: hence, plunder a person, Id.9.22 :—[voice] Pass., PCair.Zen.44.24, 145.4 (iii B. C.), D.H.10, 51, Str.11.13.2, etc.;πόλεις περικεκομμέναι χρημάτων Plu.Ant.68
: abs.,π. καὶ λῃστεύειν D.S.4.19
: hence, simply, intercept, cut off,ἀγοπάς D.H.10.43
, cf. Plu.Luc.2 ([voice] Pass.);τὰ σιτηγά Id.Mar.42
;τινῶν τὴν ἀπὸ τῆς γῆς εὐπορίαν Id.Sert.21
; restrain, check,πολυπραγμοσύνην Id.Per.21
:—[voice] Pass., to be hindered,ἐν ταῖς πράξεσι Cat.Cod.Astr.2.166
.3 cut off, destroy, kill, D.H.10.51, J.BJ4.5.2.4 take no account of, eliminate, Gal.9.781, Sect.Intr.6.5 π. λογάριον close an account, PFay.134.5 (iv A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικόπτω
-
6 περιτίθημι
A place or put round, put on,περὶ δὲ ξύλα θῆκαν Od. 18.308
; δέραισι περθέτω ([dialect] Aeol.)..ὐποθύμιδας Alc.36
;π. κυνέην τινί Hdt.2.162
;στεφάνους τινί Id.6.69
;πιλίδια περὶ τὴν κεφαλήν Pl.R. 406d
; χρυσόν ib. 420e ; φωνήεσί τε καὶ ἀφώνοις π. γράμματα attach letters to.., Id.Cra. 393e, cf. 414c ;π. σφαῖραν Arist.Cael. 285b3
; ;δέρματα ἐπὶ τοὺς βραχίονας LXX Ge.27.16
;περίβολον τῷ τεμένει IG12(9).906.7
(Chalcis, iii A. D.):—[voice] Med., put round oneself, put on,περὶ δὲ τρυφάλειαν.. κρατὶ θέτο Il.19.381
;περὶ δὲ ξίφος ὀξὺ θέτ' ὤμῳ Od.2.3
,4.308; περθέμενον χλάμυν ([dialect] Aeol. for περι-) prob. in Sapph.64 ;π. στέφανον E.Med. 984
(lyr.), cf. Ar.Th. 380, al.;στρεπτόν X.Cyr.2.4.6
; ; ; (Rosetta, ii B.C.);διάδημα αὐτὸς περιεθήκατο App.Mith.67
.II metaph., bestow, confer upon, π. τινὶ βασιληΐην, κράτος, ἐλευθερίην, Hdt.1.129, 3.81, 142, Simon.100; πόλει τὸ κάλλιστον ὄνομα, τινὶ δόξαν, Th.4.87, Isoc.5.149, etc.; π. τινὶ ὄνειδος, ἀτιμίαν, put reproach, dishonour upon him, Antipho 5.18, Th.6.89 ;πίστιν τισί Aeschin.2.103
; ; Μηδικὴν ἀχὴν τοῖς Ἕλλησι put the Median yoke round their necks, Th.8.43 ; ὁ πυκτικὸς.. οὐ πᾶσι τὴν αὐτὴν μάχην π. does not prescribe.., Arist.EN 1180b11 ; τῇ Ἀθηνᾷ τὴν τέχνην ascribe, Id.Pol. 1341b8 ; [ταῖς πράξεσι] μέγεθος π. καὶ κάλλος Id.Rh. 1368a29
:— [voice] Med., assume,ἰσχὺν ἑαυτῷ Democr.252
;σχῆμα ἀλλότριον Arr.Epict. 2.19.28
.2 reversely, π. τινὰ ὕβρει envelop him with.., D.L.6.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιτίθημι
-
7 πρᾶξις
A doing, transaction, business, [πλεῖν] κατὰ πρῆξιν
on a trading voyage,Od.
3.72;ἐπὶ πρῆξιν ἔπλεον h.Ap. 397
; π. δ' ἥδ' ἰδίη, οὐ δήμιος a private, not a public affair, Od.3.82;π. μηδὲ φίλοισιν ὅμως ἀνακοινέο πᾶσιν Thgn. 73
; ἡ περί τινος π. the transaction respecting.., Th.6.88.2 result or issue of a business, esp. good result, success, οὐ γάρ τις πρῆξις πέλεται.. γόοιο no good comes of weeping, Il.24.524;οὔ τις π. ἐγίγνετο μυρομένοισιν Od.10.202
; λυμαίνεσθαί τινι τὴν π. to spoil one's market, X.An.1.3.16; π. φίλαν δίδοι grant a happy issue. Pi.O.1.85;π. οὐρίαν θέλων A.Ch. 814
(lyr.); ταχεῖά γ' ἦλθε χρησμῶν π. their issue, Id.Pers. 739;ἄνευ τούτων οὐκ ἂν εἵη π. X.Cyn.2.2
;δὸς πόρον καὶ π. τῷ τόπῳ τούτῳ PMag.Par.1.2366
.II doing, τῶν ἀγαθῶν (of persons)πρήξιες Thgn.1026
;ἡ τῶν ἀγαθῶν π. Pl.Chrm. 163e
;ἡ π. τῶν ἔργων Antipho 3.4.9
; achievement, Th.3.114; π. πολεμική, πολιητική, πολιτική, Pl.R. 399a, Sph. 266d, Men. 99b; action, opp. πάθος, Id.Lg. 876d; opp. ἕξις, Id.R. 434a; moral action, opp. ποίησις, τέχνη, Arist.EN 1140a2, 1097a16; opp. ποιότης, Id.Po. 1450a18, cf.EN 1178a35 (pl.);ἤθη καὶ πάθη καὶ π. Id.Po. 1447a28
; opp. οἱ πολιτικοὶ λόγοι, D.61.44;ἔργῳ καὶ πράξεσιν, οὐχὶ λόγοις Id.6.3
; ἐν ταῖς πράξεσι ὄντα τε καὶ πραττόμενα exhibited in actual life, Pl.Phdr. 271d; action in drama, opp. λόγος, Arist.Po. 1454a18; μία π. ὅλη καὶ τελεία ib. 1459a19, cf. 1451b33 (pl.).3 euphem. for sexual intercourse, Pi. Fr. 127, Aeschin.1.158, etc.; in full,ἡ π. ἡ γεννητική Arist.HA 539b20
.4 magical operation, spell, PMag.Par.1.1227, al., PMag.Lond. 125.40.b military action, battle, Plb.3.19.11, etc.IV doing, faring well or ill, fortune, state, condition,ἀπέκλαιε.. τὴν ἑωυτοῦ π. Hdt.3.65
, cf. A.Pr. 695 (lyr.), S.Aj. 790, 792;εύτυχὴς π. Id.Tr. 294
;κακαὶ π. Id.Ant. 1305
.V practical ability,π. καὶ σύνεσις Plb.2.47.5
;ἡ ἐν τοῖς πολεμικοῖς π. Id.4.77.1
.2 practice, i.e. trickery, treachery,ἐπὶ τὴν πόλιν Id.2.9.2
; κατὰ τῆς πόλεως, ἐπὶ τοὺς Αἰτωλούς, Id.4.71.6, 5.96.4.VI exaction of money, recovery of debts, arrears, etc., IG12.57.13, al.;συμβολαίων πράξεις And.1.88
;τοῦ μισθοῦ Pl.Prt. 328b
; (pl.); παρὰ Ἀρτέμωνος.. ἔστω ἡ π. τοῖς δανείσασι let the lenders have an action of recovery against Artemon, Syngr. ap. D.35.12, cf. SIG364.61,67 (Ephesus, iii B.C.), Test.Epict.5.31;ἡ π. ἔστω καθάπερ ἐκ δίκης PEleph.1.12
(iv B.C.), etc.;αἱ π. τῶν καταδικασθέντων Arist.Pol. 1321b42
. -
8 χαυνόω
A make flaccid, relax:—[voice] Pass., to lecome so, Heliod. ap.Orib.46.22.1, Ael.NA12.17;ἡ γῆ χ. εἰς ῥαγάδας Gp.5.2.2
.b [voice] Pass., of inflammation, subside, Alex.Trall.3.3.2 χαυνοῦσα (codd.Ath.) is f.l. for χανοῦσα, opening the mouth in kissing, in Ephipp.6.5.II metaph., puff up, fill with conceit, E.Andr. 931, Pl.Ly. 210e:—[voice] Pass., become vain, Arist.VV 1251b18, Plb.6.57.7;ταῖς πράξεσι Phld.Hom.p.55
O.;ἐπὶ τούτοις Plu.Caes. 29
;ὁ νοῦς ἐχαυνώθη Babr.95.36
;κόραξ ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη Id.77.8
;ὑπὸ τῆς δυνάμεως D.C.Fr.49.3
.2 relax, weaken,εἰρήνη χ. τὴν πολιτείαν Lyd.Mag.3.51
:—[voice] Pass., of character, Heliod. in EN149.13. -
9 ἐπιμείγνυμι
A add by mixing,μέθυος πολιοῦ ἐπιμείξας Nic. Th. 582
: metaph.,ἀθανάταν χάριν Θήβαις -μείξων Pi.Parth.2.5
; κόλακι .. ἐπέμειξεν ἡ φύσις ἡδονήν τινα added a mixture of pleasure to.., Pl.Phdr. 240b; ἀγλαΐαισιν ἐ. λαόν make them acquainted with festal enjoyments, Pi.N.9.31; ἐμφύλιον αἷμα ἐπέμειξε θνατοῖς brought domestic murder among them, Id.P.2.32; ἐ. τισὶ χεῖρας to fight with them, Id.N.3.61.II. intr., mingle with others, have intercourse or dealings,ἀδεῶς Th.1.2
;πρός τινας X.An.3.5.16
;τισί Hld.6.13
; χωρίῳ ἐ. come to it, Id.5.33;πολλῶν ἐπιμειγνύντων δεῦρο Philostr.VA 5.24
:—[voice] Pass.,τοῦ ἠέρος -υμένου τῷ θερμῷ Hp.Morb.1.11
; ἐπιμείγνυσθαιἀλλήλοις φιλικῶς X.Cyr.7.4.5
;παρ' ἀλλήλους Th.2.1
: abs., Id.1.146; also ἐ. τισί join them, Plu.Aem.12; ταῖς πράξεσι minglein.., Id.Flam.2; of sexual intercourse,ἐ. ἀνδρί D.59.75
, cf. Luc.Am.22, Artem.1.80. Cf. ἐπιμίσγω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιμείγνυμι
-
10 ἐπισύρω
A drag or trail after one,τὼ πόδε D.L.1.81
;χλαμύδα λαμπράν Posidon.36
J.:—[voice] Med.,ποδήρεις χιτῶνας Luc.VH2.46
; φελλούς ib.45 ;φόρτον Porph.VP25
;γυναῖκας J.BJ4.1.10
: —[voice] Pass., crawl or creep along,ἐπὶ τῆς γῆς X.Cyn.5.13
, cf.Ael.NA2.23 ; to be drawn over, rub against,μήνιγγι Heliod.
ap. Orib.46.19.2 ; to be trailed on the ground, Ph.2.148 ; to be protracted, Just.Nov.42.1.2.3 [voice] Med., draw over oneself,δέρμα αἰγός Longus3.24
.b draw up by friction, Steph.in Gal.1.326D.4 [voice] Pass., to be impeded in movements, Aret.SD1.7.II c. acc., do in a slovenly, careless way, slur over, evade intentionally, τὰ πράγματα Lys,26.3 ;τὰς πράξεις Plb.29.12.6
;γραφήν D.H.1.7
(v.l. ὑπο- ; βίον Jul.Gal. 43b ([voice] Pass.): abs.,ἐπισύροντες ἐροῦσι D.20.131
;ἐπισύρων γέγραφα Jul.Ep.4
;ἐ. ἐν ταῖς πράξεσι
to be negligent,M.Ant.
8.51 ;καταφρονεῖν ὧν οὐκ οἶδεν καὶ ἐπισύρειν Porph.Abst.2.53
: in this sense freq. in [tense] pf. part. [voice] Pass., slurred over, neglected, Plb.16.20.3 ; τὸ -μένον [ τῶν λέξεων] Phld.Rh.1.49 S. ; slovenly, hastily written,Luc.
DMeretr.10.3 ; φθέγγεσθαι ἐ. τι καὶ συνεχὲς καὶἐπίτροχον Id.Nav.2
; χρέμπτεσθαι ἐ. Ps.-Luc.Philopatr.20 ; ἐ. καὶ ῥυπαρός slovenly and dirty, of a man, D.L.1.81 ; ἐ. ἤθη lax morals, Procl.in Prm.p.553S. Adv. carelessly,Epict.
Ench.31, Sch.Ar.Ra. 1545.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισύρω
-
11 προκατεργάζομαι
2 prepare beforehand, Thphr.CP3.20.8, al.; work up beforehand,τὸ ψυχικὸν πνεῦμα Gal.UP8.10
; do or perform beforehand,χρήσιμον π. ἔργον D.S.30.8
:—[tense] pf. [voice] Pass., Id.4.17; to be prepared, J.AJ19.1.14, Plu.Comp. Demetr.Ant.1: [tense] aor. προκατειργάσθην only in pass. sense, already performed,D.S.
1.53; worn out, exhausted,Paus.
6.6.5; of food, digested, Gal.1.655.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκατεργάζομαι
-
12 ταλαιπωρέω
Aτεταλαιπώρηκα Isoc.8.19
, etc.:—[voice] Pass., with [tense] fut. [voice] Med.- ήσομαι Aristid.1.438
J.: [tense] aor.ἐταλαιπωρήθην Isoc.3.64
, etc.: [tense] pf.τεταλαιπώρημαι Gal.6.560
:—do hard work, endure hardship or distress, E.Or. 672, Th.1.99, 5.74;ὑπὸ χειμῶνος Id.2.101
; ἑωυτοῖσι for their own benefit, Hp.Aër.16; ;τῷ σώματι ἀδύνατος ταλαιπωρεῖν Lys.31.12
; : c. dat., suffer by reason of, ἐλπίσι κεναῖς Polystr.p.31 W.II rarely trans., distress, trouble, , cf. D.C.38.20; ἀνδρὸς.. ὑμᾶς μηδ' ὅσον προπέμψαι ποι αὐτὸν ἀπιόντα.. -ήσαντος who did not trouble you even to.., Id.56.41:—freq. in [voice] Pass., to be distressed, suffer hardship, Hp.Aër.19, Th.3.78 (s.v.l.), Pl.Phd. 95d, R. 372d;ἐν τοῖς ἀγροῖς.. ταλαιπωρουμένους Ar.Pl. 224
;ἵνα μὴ ταλαιπωροῖτο μηδ' ἄχθος φέροι Id.Ra.24
, cf. V. 967; τεταλαιπωρημένοι ὑπὸ τῆς νόσου worn out by.., Th.3.3;τῷ μήκει τοῦ πολέμου D.18.19
;διὰ τὸν πόλεμον Isoc. 5.38
; τὸ σῶμα ταλαιπωρούμενον being distressed, Plu.Brut.37;σμικρὰ παιδία.. κρύει ταλαιπωρούμενα Gal.6.43
; ἐν ταῖς ὁσημέραι πράξεσι πολλὰ -ούμενος ib.471.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταλαιπωρέω
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Русский